φάγωμα

φάγωμα
το, Ν [φαγώνομαι]
1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση
2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση
3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάγωμα — το, ατος 1. η λήψη τροφής, η σίτιση: Πολύ χορτάσαμε με τέτοιο φάγωμα που κάναμε. 2. διάβρωση, φθορά από τριβή ή από διαβρωτική ενέργεια: Από τις βροχές ο δρόμος έχει φαγώματα. 3. μτφ., διένεξη, λογομαχία, φαγωμάρα, γκρίνια: Απ το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφάγωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατατρώγω, τέλειο φάγωμα, καταβρόχθιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φάγωμα (< φάγωμα < φαγώνω), πρβλ. απο φάγωμα, παρα φάγωμα] …   Dictionary of Greek

  • σκουληκοφάγωμα — το, Ν 1. διάβρωση που προκαλούν τα σκουλήκια 2. μέρος που έχει φαγωθεί, που έχει καταστραφεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φάγωμα (πρβλ. ποντικο φάγωμα)] …   Dictionary of Greek

  • φαγωματιά — η, Ν φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση, φάγωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάγωμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • άβρωτος — ἄβρωτος, ον (Α) 1. ο ακατάλληλος για φάγωμα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρωτός < βιβρώσκω] …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • εψητός — ή, ό (ΑΜ ἑψητός, ή, ον) [ἕψω] ψητός, βραστός, βρασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό το ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλας μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εύβρωτος — εὔβρωτος, ον (Α) ο καλός για φάγωμα («εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • θηριοβρωσία — θηριοβρωσία, ἡ (Μ) [θηριόβρωτος] κατασπάραξη από θηρία, φάγωμα από άγρια ζώα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”